Definify.com
Definition 2024
σαδιστικός
σαδιστικός
Greek
Adjective
σαδιστικός • (sadistikós) m (feminine σαδιστική, neuter σαδιστικό)
Declension
positive forms of σαδιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σαδιστικός | σαδιστική | σαδιστικό | σαδιστικοί | σαδιστικές | σαδιστικά |
genitive | σαδιστικού | σαδιστικής | σαδιστικού | σαδιστικών | σαδιστικών | σαδιστικών |
accusative | σαδιστικό | σαδιστική | σαδιστικό | σαδιστικούς | σαδιστικές | σαδιστικά |
vocative | σαδιστικέ | σαδιστική | σαδιστικό | σαδιστικοί | σαδιστικές | σαδιστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σαδιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σαδιστικός, etc.) |