Definify.com
Definition 2024
σαν
σαν
Greek
Alternative forms
- ωσάν (osán)
Preposition
σαν • (san) (+ accusative)
- like, as, as if
- να ζήσει σαν βασιλιάς ― na zísei san vasiliás ― to live like a king
- σαν φίλος ― san fílos ― as a friend
- συμπεριφέρεται σαν μεγιστάνας ― symperiféretai san megistánas ― behave like a tycoon
- because, as, when
- Σταμάτησε να μιλάει σαν να κατάλαβε το λάθος που έκανε.
- Stamátise na miláei san na katálave to láthos pou ékane.
- He stopped talking when he realized the mistake he had made
- Σταμάτησε να μιλάει σαν να κατάλαβε το λάθος που έκανε.