Definify.com
Definition 2024
σαπωνοποίηση
σαπωνοποίηση
Greek
Noun
σαπωνοποίηση • (saponopoíisi) f (uncountable)
Declension
Declension of σαπωνοποίηση (saponopoíisi)
singular | |
---|---|
nominative | σαπωνοποίηση |
genitive | σαπωνοποίησης / σαπωνοποιήσεως |
accusative | σαπωνοποίηση |
vocative | σαπωνοποίηση |
Related terms
- see: σαπούνι n (sapoúni, “soap”)
External links
- σαπωνοποίηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el