Definify.com

Definition 2024


σεισμική

σεισμική

Greek

Adjective

σεισμική (seismikí)

  1. Nominative feminine singular form of σεισμικός (seismikós).
  2. Accusative feminine singular form of σεισμικός (seismikós).
  3. Vocative feminine singular form of σεισμικός (seismikós).