Definify.com
Definition 2024
σεισμικός
σεισμικός
Greek
Adjective
σεισμικός • (seismikós) m (feminine σεισμική, neuter σεισμικό)
- (seismology) seismic (relating to earthquakes)
Declension
positive forms of σεισμικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σεισμικός | σεισμική | σεισμικό | σεισμικοί | σεισμικές | σεισμικά |
genitive | σεισμικού | σεισμικής | σεισμικού | σεισμικών | σεισμικών | σεισμικών |
accusative | σεισμικό | σεισμική | σεισμικό | σεισμικούς | σεισμικές | σεισμικά |
vocative | σεισμικέ | σεισμική | σεισμικό | σεισμικοί | σεισμικές | σεισμικά |