Definify.com
Definition 2024
σελίδα
σελίδα
Greek
Noun
σελίδα • (selída) f (plural σελίδες)
Declension
declension of σελίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σελίδα | σελίδες |
genitive | σελίδας | σελίδων |
accusative | σελίδα | σελίδες |
vocative | σελίδα | σελίδες |
Derived terms
- -σελιδος (-selidos)
- ασελιδοποίητος m (aselidopoíitos, “unpaginated”)
- ιστοσελίδα f (istoselída, “webpage”)
- σελιδαρίθμιση f (selidaríthmisi, “page numbering”)
- σελιδοδείκτης f (selidodeíktis, “book marker”)
- σελιδοποίηση f (selidopoíisi, “pagination”)
- υποσέλιδο f (yposélido, “footer”)
- πολυσέλιδος m (polysélidos)
- πρωτοσέλιδος m (protosélidos)