Definify.com

Definition 2024


σελίδα

σελίδα

Greek

Noun

σελίδα (selída) f (plural σελίδες)

  1. page, leaf (in a book)
  2. (Internet) web page
    κύρια σελίδα (main page)

Declension

Derived terms

  • -σελιδος (-selidos)
  • ασελιδοποίητος m (aselidopoíitos, unpaginated)
  • ιστοσελίδα f (istoselída, webpage)
  • σελιδαρίθμιση f (selidaríthmisi, page numbering)
  • σελιδοδείκτης f (selidodeíktis, book marker)
  • σελιδοποίηση f (selidopoíisi, pagination)
  • υποσέλιδο f (yposélido, footer)
  • πολυσέλιδος m (polysélidos)
  • πρωτοσέλιδος m (protosélidos)