Definify.com
Definition 2024
σελιδοδείκτης
σελιδοδείκτης
Greek
Noun
σελιδοδείκτης • (selidodeíktis) m (plural σελιδοδείκτες)
Declension
declension of σελιδοδείκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σελιδοδείκτης | σελιδοδείκτες |
genitive | σελιδοδείκτη | σελιδοδεικτών |
accusative | σελιδοδείκτη | σελιδοδείκτες |
vocative | σελιδοδείκτη | σελιδοδείκτες |