Definify.com
Definition 2024
δείκτης
δείκτης
Greek
Noun
δείκτης • (deíktis) m (plural δείκτες)
- indicator, quotient, measure (something indicating a value)
- δείκτης νοημοσύνης (intelligence quotient)
- index finger, forefinger
- pointer of an instrument
- subscript
Declension
declension of δείκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δείκτης | δείκτες |
genitive | δείκτη | δεικτών |
accusative | δείκτη | δείκτες |
vocative | δείκτη | δείκτες |
Derived terms
- δείκτης νοημοσύνης m (deíktis noimosýnis, “IQ, intelligence quotient”)
Hypernyms
- δάχτυλο n (dáchtylo, “finger”)
Coordinate terms
- αντίχειρας m (antícheiras, “thumb”)
- μεσαίο δάχτυλο n (mesaío dáchtylo, “middle finger”)
- παράμεσος m (parámesos, “ring finger”)
- μικρό δαχτυλάκι n (mikró dachtyláki, “little finger”)