Definify.com
Definition 2024
μεσαίο_δάχτυλο
μεσαίο δάχτυλο
Greek
Noun
μεσαίο δάχτυλο • (mesaío dáchtylo) n
Synonyms
- μέσος m (mésos)
Hypernyms
- δάχτυλο n (dáchtylo, “finger”)
Coordinate terms
- αντίχειρας m (antícheiras, “thumb”)
- δείκτης m (deíktis, “forefinger, index finger”)
- παράμεσος m (parámesos, “ring finger”)
- μικρό δαχτυλάκι n (mikró dachtyláki, “little finger”)