Definify.com
Definition 2024
παράμεσος
παράμεσος
Greek
Noun
παράμεσος • (parámesos) m (plural παράμεσοι)
Declension
declension of παράμεσος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράμεσος | παράμεσοι |
genitive | παράμεσου | παράμεσων |
accusative | παράμεσο | παράμεσους |
vocative | παράμεσε | παράμεσοι |
Hypernyms
- δάχτυλο n (dáchtylo, “finger”)
Coordinate terms
- αντίχειρας m (antícheiras, “thumb”)
- δείκτης m (deíktis, “forefinger, index finger”)
- μεσαίο δάχτυλο n (mesaío dáchtylo, “middle finger”)
- μικρό δαχτυλάκι n (mikró dachtyláki, “little finger”)