Definify.com
Definition 2024
αντίχειρας
αντίχειρας
Greek
Noun
αντίχειρας • (antícheiras) m (plural αντίχειρες)
Declension
declension of αντίχειρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντίχειρας | αντίχειρες |
genitive | αντίχειρα | αντιχείρων |
accusative | αντίχειρα | αντίχειρες |
vocative | αντίχειρα | αντίχειρες |
Hypernyms
- δάχτυλο n (dáchtylo, “finger”)
Coordinate terms
- δείκτης m (deíktis, “forefinger, index finger”)
- μεσαίο δάχτυλο n (mesaío dáchtylo, “middle finger”)
- παράμεσος m (parámesos, “ring finger”)
- μικρό δαχτυλάκι n (mikró dachtyláki, “little finger”)