Definify.com
Definition 2024
σημάδι
σημάδι
Greek
Noun
σημάδι • (simádi) n (plural σημάδια)
Declension
declension of σημάδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σημάδι | σημάδια |
genitive | σημαδιού | σημαδιών |
accusative | σημάδι | σημάδια |
vocative | σημάδι | σημάδια |