Definify.com
Definition 2024
σιαγόνα
σιαγόνα
Greek
Noun
σιαγόνα • (siagóna) f (plural σιαγόνες)
- (anatomy) jawbone (mandible or maxilla)
- the jaws of a tool or instrument
- H μέγγενη έχει δύο σιαγόνες.
- The vice has two jaws.
- H μέγγενη έχει δύο σιαγόνες.
Declension
declension of σιαγόνα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σιαγόνα | σιαγόνες |
genitive | σιαγόνας | σιαγόνων |
accusative | σιαγόνα | σιαγόνες |
vocative | σιαγόνα | σιαγόνες |
Synonyms
- γνάθος f (gnáthos)