Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
σιγανό_ποτάμι
σιγανό ποτάμι
Greek
Noun
σιγανό
ποτάμι
•
(
siganó potámi
)
n
(
plural
σιγανά ποτάμια
)
(
idiomatic
)
dark horse
Declension
see:
σιγανός
(
siganós
)
and
ποτάμι
(
potámi
)
Similar Results