Definify.com

Definition 2024


σιγανό_ποτάμι

σιγανό ποτάμι

Greek

Noun

σιγανό ποτάμι (siganó potámi) n (plural σιγανά ποτάμια)

  1. (idiomatic) dark horse

Declension

see: σιγανός (siganós) and ποτάμι (potámi)