Definify.com
Definition 2024
σιγανός
σιγανός
Greek
Adjective
σιγανός • (siganós) m (feminine σιγανή, neuter σιγανό)
Declension
positive forms of σιγανός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σιγανός | σιγανή | σιγανό | σιγανοί | σιγανές | σιγανά |
genitive | σιγανού | σιγανής | σιγανού | σιγανών | σιγανών | σιγανών |
accusative | σιγανό | σιγανή | σιγανό | σιγανούς | σιγανές | σιγανά |
vocative | σιγανέ | σιγανή | σιγανό | σιγανοί | σιγανές | σιγανά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σιγανός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σιγανός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σιγανότερος | σιγανότερη | σιγανότερο | σιγανότεροι | σιγανότερες | σιγανότερα |
genitive | σιγανότερου | σιγανότερης | σιγανότερου | σιγανότερων | σιγανότερων | σιγανότερων |
accusative | σιγανότερο | σιγανότερη | σιγανότερο | σιγανότερους | σιγανότερες | σιγανότερα |
vocative | σιγανότερε | σιγανότερη | σιγανότερο | σιγανότεροι | σιγανότερες | σιγανότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σιγανότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σιγανότατος | σιγανότατη | σιγανότατο | σιγανότατοι | σιγανότατες | σιγανότατα |
genitive | σιγανότατου | σιγανότατης | σιγανότατου | σιγανότατων | σιγανότατων | σιγανότατων |
accusative | σιγανότατο | σιγανότατη | σιγανότατο | σιγανότατους | σιγανότατες | σιγανότατα |
vocative | σιγανότατε | σιγανότατη | σιγανότατο | σιγανότατοι | σιγανότατες | σιγανότατα |
Derived terms
- σιγανό ποτάμι (siganó potámi, “dark horse”, literally “gentle river”)