Definify.com

Definition 2024


σιδηροδρομικοί_στατημοί

σιδηροδρομικοί στατημοί

Greek

Noun

σιδηροδρομικοί στατημοί (sidirodromikoí statimoí) m

  1. Plural form of σιδηροδρομικός σταθμός (sidirodromikós stathmós).