Definify.com
Definition 2024
σιδηροδρομικός_σταθμός
σιδηροδρομικός σταθμός
Greek
Noun
σιδηροδρομικός σταθμός • (sidirodromikós stathmós) m (plural σιδηροδρομικοί στατημοί)
- railway station(UK), train station (US)
σιδηροδρομικός σταθμός • (sidirodromikós stathmós) m (plural σιδηροδρομικοί στατημοί)