Definify.com

Definition 2024


σταθμός

σταθμός

Greek

Noun

σταθμός (stathmós) m (plural σταθμοί)

  1. (transport) station, terminus, terminal (bus, railway)
    σταθμός λεωφορείωνstathmós leoforeíon ― bus station
    σιδηροδρομικός σταθμόςsidirodromikós stathmós ― railway station
  2. station, facility, centre
    παιδικός σταθμόςpaidikós stathmós ― kindergarten
    βρεφονηπιακός σταθμόςvrefonipiakós stathmós ― nursery
    ραδιοφωνικός σταθμόςradiofonikós stathmós ― radio station
    τηλεοπτικός σταθμόςtileoptikós stathmós ― television station
    σταθμός πρώτων βοηθειώνstathmós próton voitheión ― first aid station
    πυροσβεστικός σταθμόςpyrosvestikós stathmós ― fire stations
    σταθμός χωροφυλακήςstathmós chorofylakís ― police station

Declension

Related terms

Coordinate terms