Definify.com
Definition 2024
στάση
στάση
Greek
Noun
στάση • (stási) f (plural στάσεις)
- position, attitude, stance (physical or mental)
- (transport) stop, bus stop
- (film) frame
- stop (coming to a halt)
- mutiny, rebellion
- stasis
Declension
declension of στάση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στάση | στάσεις |
genitive | στάσης / στάσεως | στάσεων |
accusative | στάση | στάσεις |
vocative | στάση | στάσεις |
Related terms
- αντίσταση f (antístasi, “resistance”)
- έκσταση f (ékstasi, “ecstacy”)
- κατάσταση f (katástasi, “condition, situation”)
- στάση λεωφορείου f (stási leoforeíou, “bus stop”)
- στασιαστής m (stasiastís, “rebel”)
See also
- σταθμός m (stathmós, “station”)