Definify.com
Definition 2024
στάθμευση
στάθμευση
Greek
Noun
στάθμευση • (státhmefsi) f (plural σταθμεύσεις)
- (automotive) parking
Declension
declension of στάθμευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στάθμευση | σταθμεύσεις |
genitive | στάθμευσης / σταθμεύσεως | σταθμεύσεων |
accusative | στάθμευση | σταθμεύσεις |
vocative | στάθμευση | σταθμεύσεις |
Related terms
- σταθμεύω (stathmévo, “to stop, to park”)
- and see: σταθμός m (stathmós, “station, terminus, etc”)