Definify.com
Definition 2024
σταματώ
σταματώ
Greek
Alternative forms
- σταματάω (stamatáo)
Verb
σταματώ • (stamató) (simple past σταμάτησα, passive form —)
- halt, stop, stop off (movement)
- cease, stop (action, activity)
- stop, terminate (come to an end)
- (education) drop out
Conjugation
σταματώ, σταματάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | σταματώ, σταματάω | σταματούσα, σταμάταγα | θα σταματώ, θα σταματάω | να σταματώ, να σταματάω | |
2s | σταματάς | σταματούσες, σταμάταγες | θα σταματάς | να σταματάς | σταμάτα, σταμάταγε |
3s | σταματά, σταματάει | σταματούσε, σταμάταγε | θα σταματά, θα σταματάει | να σταματά, να σταματάει | |
1p | σταματούμε, σταματάμε | σταματούσαμε, σταματάγαμε | θα σταματούμε, θα σταματάμε | να σταματούμε, να σταματάμε | |
2p | σταματάτε | σταματούσατε, σταματάγατε | θα σταματάτε | να σταματάτε | σταματάτε |
3p | σταματούν, σταματούνε, σταματάνε, σταματάν | σταματούσαν, σταματούσανε, σταμάταγαν, σταματάγανε | θα σταματούν, θα σταματούνε, θα σταματάνε, θα σταματάν | να σταματούν, να σταματούνε, να σταματάνε, να σταματάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | σταματήσω | σταμάτησα | θα σταματήσω | να σταματήσω | |
2s | σταματήσεις | σταμάτησες | θα σταματήσεις | να σταματήσεις | σταμάτησε, σταμάτα |
3s | σταματήσει | σταμάτησε | θα σταματήσει | να σταματήσει | |
1p | σταματήσουμε, σταματήσομε | σταματήσαμε | θα σταματήσουμε, θα σταματήσομε | να σταματήσουμε, να σταματήσομε | |
2p | σταματήσετε | σταματήσατε | θα σταματήσετε | να σταματήσετε | σταματήστε |
3p | σταματήσουν, σταματήσουνε | σταμάτησαν, σταματήσανε, σταματήσαν | θα σταματήσουν, θα σταματήσουνε | να σταματήσουν, να σταματήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω σταματήσει | είχα σταματήσει | θα έχω σταματήσει | να έχω σταματήσει | |
2s | έχεις σταματήσει | είχες σταματήσει | θα έχεις σταματήσει | να έχεις σταματήσει | |
3s | έχει σταματήσει | είχε σταματήσει | θα έχει σταματήσει | να έχει σταματήσει | |
1p | έχουμε σταματήσει | είχαμε σταματήσει | θα έχουμε σταματήσει | να έχουμε σταματήσει | |
2p | έχετε σταματήσει | είχατε σταματήσει | θα έχετε σταματήσει | να έχετε σταματήσει | |
3p | έχουν σταματήσει | είχαν σταματήσει | θα έχουν σταματήσει | να έχουν σταματήσει | |
Participle: | σταματώντας | Non-finite ‡ | σταματήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Coordinate terms
- σταθμεύω (stathmévo, “to stop, to park”)
Antonyms
- συνεχίζω (synechízo, “to continue”)