Definify.com
Definition 2024
σιδηροδρομικός
σιδηροδρομικός
See also: σιδηροδρομικώς
Greek
Adjective
σιδηροδρομικός • (sidirodromikós) m (feminine σιδηροδρομική, neuter σιδηροδρομικό)
Declension
positive forms of σιδηροδρομικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σιδηροδρομικός | σιδηροδρομική | σιδηροδρομικό | σιδηροδρομικοί | σιδηροδρομικές | σιδηροδρομικά |
genitive | σιδηροδρομικού | σιδηροδρομικής | σιδηροδρομικού | σιδηροδρομικών | σιδηροδρομικών | σιδηροδρομικών |
accusative | σιδηροδρομικό | σιδηροδρομική | σιδηροδρομικό | σιδηροδρομικούς | σιδηροδρομικές | σιδηροδρομικά |
vocative | σιδηροδρομικέ | σιδηροδρομική | σιδηροδρομικό | σιδηροδρομικοί | σιδηροδρομικές | σιδηροδρομικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σιδηροδρομικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σιδηροδρομικός, etc.) |
Related terms
- σιδηρόδρομος m (sidiródromos, “railway”)
- σιδηροδρομικός σταθμός m (sidirodromikós stathmós, “railway station”)
- σιδηροδρομικώς (sidirodromikós, “by rail”) (adverb)
Noun
σιδηροδρομικός • (sidirodromikós) m (plural σιδηροδρομικοί)
Declension
declension of σιδηροδρομικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σιδηροδρομικός | σιδηροδρομικοί |
genitive | σιδηροδρομικού | σιδηροδρομικών |
accusative | σιδηροδρομικό | σιδηροδρομικούς |
vocative | σιδηροδρομικέ | σιδηροδρομικοί |
Related terms
- σιδηροδρομικώς (sidirodromikós, “by rail”)