Definify.com
Definition 2024
σιτοβολώνας
σιτοβολώνας
Greek
Noun
σιτοβολώνας • (sitovolónas) m (plural σιτοβολώνες)
- granary, (barn, silo for storing grain)
- breadbasket, granary
- Η Μανιτόμπα είναι ο σιτοβολώνας του Καναδά.
- Manitoba is the granary of Canada.
- Η Μανιτόμπα είναι ο σιτοβολώνας του Καναδά.
Declension
declension of σιτοβολώνας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σιτοβολώνας | σιτοβολώνες |
genitive | σιτοβολώνα | σιτοβολώνων |
accusative | σιτοβολώνα | σιτοβολώνες |
vocative | σιτοβολώνα | σιτοβολώνες |