Definify.com
Definition 2024
σκάφος
σκάφος
Greek
Noun
σκάφος • (skáfos) n (plural σκάφη)
Declension
declension of σκάφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκάφος | σκάφη |
genitive | σκάφους | σκαφών |
accusative | σκάφος | σκάφη |
vocative | σκάφος | σκάφη |
Synonyms
- (hull): κουφάρι n (koufári)
- (hull): κύτος n (kýtos) (learned form)
- (hull): σκαρί n (skarí) (loosely)
- and see: πλοίο n (ploío, “large ship”) for other types of vessel.
Related terms
- αεροσκάφος n (aeroskáfos, “aircraft”)
- βαθυσκάφος n (vathyskáfos, “bathyscaphe”)