Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
σκέτος
σκέτος
Greek
Adjective
σκέτος
•
(
skétos
)
m
(
feminine
σκέτη
,
neuter
σκέτο
)
plain
,
pure
neat
,
straight
,
undiluted
(
for alcoholic drinks
)
unsweetened
,
black
(
for coffee drinks
)
Declension
positive forms of
σκέτος
number
case / gender
singular
plural
masculine
feminine
neuter
masculine
feminine
neuter
nominative
σκέτος
σκέτη
σκέτο
σκέτοι
σκέτες
σκέτα
genitive
σκέτου
σκέτης
σκέτου
σκέτων
σκέτων
σκέτων
accusative
σκέτο
σκέτη
σκέτο
σκέτους
σκέτες
σκέτα
vocative
σκέτε
σκέτη
σκέτο
σκέτοι
σκέτες
σκέτα
Synonyms
(
neat
)
:
αμιγής
(
amigís
,
“
unadulterated
”
)
Antonyms
άγλυκος
(
áglykos
)
Similar Results