Definify.com

Definition 2024


σκέφτομαι

σκέφτομαι

Greek

Alternative forms

Verb

σκέφτομαι (skéftomai) (simple past σκέφτηκα or σκέφθηκα, deponent)

  1. think, ponder, consider
    Σκεφτόμουν τι μπορούσαμε να κάνουμε.Skeftómoun ti boroúsame na kánoume. ― Ι was thinking what we could do.

Conjugation

Related terms