Definify.com
Definition 2024
σκοτεινότητα
σκοτεινότητα
Greek
Noun
σκοτεινότητα • (skoteinótita) f (plural σκοτεινότητες)
Declension
declension of σκοτεινότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκοτεινότητα | σκοτεινότητες |
genitive | σκοτεινότητας | σκοτεινοτήτων |
accusative | σκοτεινότητα | σκοτεινότητες |
vocative | σκοτεινότητα | σκοτεινότητες |
Related terms
- σκοτάδι n (skotádi, “dark”)
Antonyms
- φωτεινότητα f (foteinótita, “luminosity, brightness”)