Definify.com
Definition 2024
φωτεινότητα
φωτεινότητα
Greek
Noun
φωτεινότητα • (foteinótita) f (plural φωτεινότητες)
Declension
declension of φωτεινότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φωτεινότητα | φωτεινότητες |
genitive | φωτεινότητας | φωτεινοτήτων |
accusative | φωτεινότητα | φωτεινότητες |
vocative | φωτεινότητα | φωτεινότητες |
Antonyms
- σκοτεινότητα f (skoteinótita, “darkness”)