Definify.com
Definition 2024
σκυλολόγια
σκυλολόγια
Greek
Noun
σκυλολόγια • (skylológia) n
- Nominative plural form of σκυλολόι (skylolói).
- Accusative plural form of σκυλολόι (skylolói).
- Vocative plural form of σκυλολόι (skylolói).
σκυλολόγια • (skylológia) n