Definify.com
Definition 2024
σκυλολόι
σκυλολόι
Greek
Noun
σκυλολόι • (skylolói) n (plural σκυλολόγια)
- (colloquial) pack of dogs (usually stray)
- Πάλι ήρθε αυτό το σκυλολόι και τριγυρίζει στο πάρκο. ― Páli írthe aftó to skylolói kai trigyrízei sto párko. ― That pack of dogs is back again and is wandering around the park.
- (colloquial, pejorative, figuratively) mob, rabble (group of loud and usually rowdy people)
- Μετά το ματς, ξεχύθηκαν στο δρόμο όλα τα σκυλολόγια. ― Metá to mats, xechýthikan sto drómo óla ta skylológia. ― After the match, the mobs rushed out into the street.
Declension
declension of σκυλολόι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκυλολόι | σκυλολόγια |
genitive | σκυλολογιού | σκυλολογιών |
accusative | σκυλολόι | σκυλολόγια |
vocative | σκυλολόι | σκυλολόγια |
Synonyms
- όχλος m (óchlos, “mob”)