Definify.com
Definition 2024
σκυλόψαρο
σκυλόψαρο
Greek
Noun
σκυλόψαρο • (skylópsaro) n (plural σκυλόψαρα)
Declension
declension of σκυλόψαρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκυλόψαρο | σκυλόψαρα |
genitive | σκυλόψαρου | σκυλόψαρων |
accusative | σκυλόψαρο | σκυλόψαρα |
vocative | σκυλόψαρο | σκυλόψαρα |