Definify.com

Definition 2024


σκύλος

σκύλος

Ancient Greek

Noun

σκύλος (skúlos) n (genitive σκύλεος, σκύλους); third declension

  1. skin, hide

Inflection

Related terms

  • σκυλακεία (skulakeía)
  • σκυλάκευμα (skulákeuma)
  • σκυλακευτής (skulakeutḗs)
  • σκυλακεύω (skulakeúō)
  • σκυλάκιον (skulákion)
  • σκύλαξ (skúlax)
  • σκύλευμα (skúleuma)
  • σκύλευσις (skúleusis)
  • σκυλευτής (skuleutḗs)
  • σκυλευτικός (skuleutikós)
  • σκυλεύω (skuleúō)
  • σκύλλα (skúlla)
  • σκύλλω (skúllō)
  • σκῦλον (skûlon) / σκύλον (skúlon)

Descendants

References


Greek

Etymology

From Ancient Greek σκύλος (skúlos, skin, hide).

Pronunciation

  • IPA(key): [ˈscilo̞s]
  • Hyphenation: σκύ‧λος

Noun

σκύλος (skýlos) m (plural σκύλοι, feminine σκύλα, neuter σκυλί)

  1. male dog, dog
  2. dogfish

Declension

Synonyms

Related terms

External links