Definify.com

Definition 2024


σκυλί

σκυλί

Greek

Noun

σκυλί (skylí) n (plural σκυλιά, masculine σκύλος, feminine σκύλα)

  1. dog
  2. (figuratively, derogatory) uncouth man
  3. (figuratively, derogatory) animal

Declension

Related terms

  • σκυλάδικο n (skyládiko)
  • σκυλάς m (skylás)
  • σκυλάκι n (skyláki, lap dog, puppy) (diminutive)
  • σκυλιάζω (skyliázo, to rage)
  • σκύλιασμα n (skýliasma)
  • σκυλίσιος m (skylísios, canine)
  • σκυλο- (skylo-)
  • σκυλοβαριέμαι (skylovariémai, to be bored)
  • σκυλοβρίζω (skylovrízo, to shower abuse)
  • σκυλοβρίσιμο n (skylovrísimo)
  • σκυλόδοντο n (skylódonto, canine tooth)
  • σκυλοκαβγάς m (skylokavgás)
  • σκυλολόι n (skylolói)
  • σκυλομούρης m (skylomoúris, ugly)
  • σκυλοπνίχτης m (skylopníchtis, old boat, old tub)
  • σκυλόψαρο n (skylópsaro, dogfish)

See also

External links