Definify.com

Definition 2024


σουρεαλιστικά

σουρεαλιστικά

Greek

Adjective

σουρεαλιστικά (sourealistiká)

  1. Nominative neuter plural form of σουρεαλιστικός (sourealistikós).
  2. Accusative neuter plural form of σουρεαλιστικός (sourealistikós).
  3. Vocative neuter plural form of σουρεαλιστικός (sourealistikós).