Definify.com
Definition 2024
σουρεαλιστικός
σουρεαλιστικός
Greek
Adjective
σουρεαλιστικός • (sourealistikós) m (feminine σουρεαλιστική, neuter σουρεαλιστικό)
Declension
positive forms of σουρεαλιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σουρεαλιστικός | σουρεαλιστική | σουρεαλιστικό | σουρεαλιστικοί | σουρεαλιστικές | σουρεαλιστικά |
genitive | σουρεαλιστικού | σουρεαλιστικής | σουρεαλιστικού | σουρεαλιστικών | σουρεαλιστικών | σουρεαλιστικών |
accusative | σουρεαλιστικό | σουρεαλιστική | σουρεαλιστικό | σουρεαλιστικούς | σουρεαλιστικές | σουρεαλιστικά |
vocative | σουρεαλιστικέ | σουρεαλιστική | σουρεαλιστικό | σουρεαλιστικοί | σουρεαλιστικές | σουρεαλιστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σουρεαλιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σουρεαλιστικός, etc.) |