Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
στέμμα
στέμμα
Greek
Noun
στέμμα
•
(
stémma
)
n
(
plural
στέμματα
)
crown
(royal, imperial or princely headdress)
(
astronomy
)
corona
(of the
sun
)
Declension
declension of
στέμμα
singular
plural
nominative
στέμμα
στέμματα
genitive
στέμματος
στεμμάτων
accusative
στέμμα
στέμματα
vocative
στέμμα
στέμματα
Synonyms
κορώνα
f
(
koróna
,
“
crown
”
)
Etymology
From
Ancient Greek
στέμμα
(
stémma
)
Similar Results