Definify.com
Definition 2024
σταθερά
σταθερά
Greek
Noun
σταθερά • (statherá) f (plural σταθερές)
- (mathematics, physics) constant
- σταθερά του Πλανκ (Plank's constant)
Declension
declension of σταθερά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταθερά | σταθερές |
genitive | σταθεράς | σταθερών |
accusative | σταθερά | σταθερές |
vocative | σταθερά | σταθερές |
Related terms
- σταθερότητα f (statherótita, “constancy, stability”)
- σταθερός (statherós, “constant, steady”)
- σταθερότης f (statherótis, “constancy, stability”) (Katharevousa)
External links
- Φυσική σταθερά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Adverb
σταθερά • (statherá)
Adjective
σταθερά • (statherá)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of σταθερός (statherós).
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of σταθερός (statherós).