Definify.com
Definition 2024
σταθερότητα
σταθερότητα
Greek
Alternative forms
- (Katharevousa) σταθερότης f (statherótis)
Noun
σταθερότητα • (statherótita) f (uncountable)
Declension
Declension of σταθερότητα (statherótita)
singular | |
---|---|
nominative | σταθερότητα |
genitive | σταθερότητας |
accusative | σταθερότητα |
vocative | σταθερότητα |
Related terms
- see: σταθερά f (statherá, “constant”)