Definify.com
Definition 2024
στατικός
στατικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /statikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /statikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /statikós/
Adjective
στατικός • (statikós) m (feminine στατική, neuter στατικόν); first/second declension
- causing to stand, coming to a standstill, rest
Inflection
First and second declension of στατικός, στατική, στατικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | στατικός | στατική | στατικόν | στατικώ | στατικᾱ́ | στατικώ | στατικοί | στατικαί | στατικᾰ́ | |||
Genitive | στατικοῦ | στατικῆς | στατικοῦ | στατικοῖν | στατικαῖν | στατικοῖν | στατικῶν | στατικῶν | στατικῶν | |||
Dative | στατικῷ | στατικῇ | στατικῷ | στατικοῖν | στατικαῖν | στατικοῖν | στατικοῖς | στατικαῖς | στατικοῖς | |||
Accusative | στατικόν | στατικήν | στατικόν | στατικώ | στατικᾱ́ | στατικώ | στατικούς | στατικᾱ́ς | στατικᾰ́ | |||
Vocative | στατικέ | στατική | στατικόν | στατικώ | στατικᾱ́ | στατικώ | στατικοί | στατικαί | στατικᾰ́ | |||
Related terms
Related terms
|
|
|
|
References
- στατικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «στατικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette