Definify.com

Definition 2024


συστατικός

συστατικός

Greek

Adjective

συστατικός (systatikós) m (feminine συστατική, neuter συστατικό)

  1. constituent
    τα συστατικά στοιχεία (consituent parts)
  2. recommendation, testimonial
    η συστατική επιστολή (letter of recommendation, reference)

Declension