Definify.com
Definition 2024
συστατικό
συστατικό
Greek
Noun
συστατικό • (systatikó) n (plural συστατικά)
Declension
declension of συστατικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συστατικό | συστατικά |
genitive | συστατικού | συστατικών |
accusative | συστατικό | συστατικά |
vocative | συστατικό | συστατικά |
Adjective
συστατικό • (systatikó)
- Accusative masculine singular form of συστατικός (systatikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of συστατικός (systatikós).