Definify.com
Definition 2025
στερακτίνιο
στερακτίνιο
Greek
Noun
στερακτίνιο • (steraktínio) n (plural στερακτίνια)
- (SI derived unit, mathematics, geometry) steradian (units of solid angles)
Declension
declension of στερακτίνιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στερακτίνιο | στερακτίνια |
genitive | στερακτινίου | στερακτινίων |
accusative | στερακτίνιο | στερακτίνια |
vocative | στερακτίνιο | στερακτίνια |
Related terms
- ακτίνιο n (aktínio, “radian”)
See also
- στερεά γωνία f (stereá gonía, “solid angle”)