Definify.com
Definition 2024
ακτίνιο
ακτίνιο
Greek
Noun
ακτίνιο • (aktínio) n (plural ακτίνια)
- (SI derived unit, mathematics, geometry) radian (units of angles)
Declension
declension of ακτίνιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτίνιο | ακτίνια |
genitive | ακτινίου | ακτινίων |
accusative | ακτίνιο | ακτίνια |
vocative | ακτίνιο | ακτίνια |
Related terms
- στερακτίνιο n (steraktínio, “steradian”)
External links
- Ακτίνιο (μονάδα μέτρησης) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Etymology 2
Noun
ακτίνιο • (aktínio) n (uncountable)
Declension
Declension of ακτίνιο (aktínio)
Coordinate terms
- Appendix:Greek names for chemical elements
External links
- Ακτίνιο (στοιχείο) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el