Definify.com
Definition 2024
στεριά
στεριά
Greek
Noun
στεριά • (steriá) f
- land (part of Earth which is not covered by oceans or other bodies of water)
Declension
declension of στεριά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στεριά | στεριές |
genitive | στεριάς | στεριών |
accusative | στεριά | στεριές |
vocative | στεριά | στεριές |
Derived terms
- στεριανός (sterianós)