Definify.com
Definition 2025
στιγματισμός
στιγματισμός
Greek
Noun
στιγματισμός • (stigmatismós) m (uncountable)
- stigmatisation (UK), stigmatization (US)
Declension
Declension of στιγματισμός (stigmatismós)
singular | |
---|---|
nominative | στιγματισμός |
genitive | στιγματισμού |
accusative | στιγματισμό |
vocative | στιγματισμέ |
Related terms
- see: στίγμα n (stígma, “stigma, disgrace”)