Definify.com
Definition 2024
στιγμιαίες
στιγμιαίες
Greek
Adjective
στιγμιαίες • (stigmiaíes)
- Nominative feminine plural form of στιγμιαίος (stigmiaíos).
- Accusative feminine plural form of στιγμιαίος (stigmiaíos).
- Vocative feminine plural form of στιγμιαίος (stigmiaíos).