Definify.com
Definition 2024
στιγμιαίος
στιγμιαίος
Greek
Adjective
στιγμιαίος • (stigmiaíos) m (feminine στιγμιαία, neuter στιγμιαίο)
Declension
positive forms of στιγμιαίος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στιγμιαίος | στιγμιαία | στιγμιαίο | στιγμιαίοι | στιγμιαίες | στιγμιαία |
genitive | στιγμιαίου | στιγμιαίας | στιγμιαίου | στιγμιαίων | στιγμιαίων | στιγμιαίων |
accusative | στιγμιαίο | στιγμιαία | στιγμιαίο | στιγμιαίους | στιγμιαίες | στιγμιαία |
vocative | στιγμιαίε | στιγμιαία | στιγμιαίο | στιγμιαίοι | στιγμιαίες | στιγμιαία |
Derived terms
- στιγμιαίος καφές m (stigmiaíos kafés) (instant coffee)