Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
στιγμιαίος_καφές
στιγμιαίος καφές
Greek
Noun
στιγμιαίος
καφές
•
(
stigmiaíos kafés
)
m
(
plural
στιγμιαίοι καφέδες
)
instant coffee
Synonyms
νες
n
(
nes
)
See also
καφές
m
(
kafés
,
“
coffee
”
)
φραπές
m
(
frapés
,
“
frappe, iced coffee
”
)
Similar Results