Definify.com

Definition 2024


στιγμιαίοι_καφέδες

στιγμιαίοι καφέδες

Greek

Noun

στιγμιαίοι καφέδες (stigmiaíoi kafédes) m

  1. Plural form of στιγμιαίος καφές (stigmiaíos kafés).