Definify.com
Definition 2024
στοιχείωσις
στοιχείωσις
Ancient Greek
Noun
στοιχείωσῐς • (stoikheíōsis) f (genitive στοιχειώσῐος or στοιχειώσεως); third declension
- elementary instruction, an elementary treatise
- 3rd century AD, Diogenes Laertius, 10 37
- the alphabet
- Epiphan.
-
-
- enchantment
- Byz.
-
Declension
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ἡ στοιχείωσῐς | τὼ στοιχειώσει / στοιχειώσεε | αἱ στοιχειώσεις / στοιχείωσεες | ||||||||||
Genitive | τῆς στοιχειώσεως | τοῖν στοιχειωσέοιν | τῶν στοιχειώσεων | ||||||||||
Dative | τῇ στοιχειώσει / στοιχειώσεῐ̈ | τοῖν στοιχειωσέοιν | ταῖς στοιχειώσεσῐ(ν) | ||||||||||
Accusative | τὴν στοιχείωσῐν | τὼ στοιχειώσει / στοιχειώσεε | τᾱ̀ς στοιχειώσεις | ||||||||||
Vocative | στοιχείωσῐ | στοιχειώσει / στοιχειώσεε | στοιχειώσεις / στοιχείωσεες | ||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension. |
Synonyms
- (the alphabet): ἀλφάβητος (alphábētos)
Derived terms
- Στοιχειώσεις (Stoikheiṓseis)
- στοιχειωτῐκός (stoikheiōtikós)
References
- στοιχείωσις in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «στοιχείωσις» on page 1,433/1 of Liddell & Scott’s Greek–English Lexicon (8th ed., 1897), Oxford: At the Clarendon Press